Eίναι ο πρώτος που καλλιέργησε στα ελληνικά γράμματα το δοκίμιο σαν λογοτεχνία μέσα από ένα προσωπικό απαράμιλλο στιλ: Γλωσσικός πλούτος, γνώση και βίωμα, δομή και σύνταξη, όλα αρμονικά ζυγιασμένα όπως τα συναντάει κανείς μόνο στην υψηλών προδιαγραφών λογοτεχνία. Ισως για αυτό τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη διαβάζονται ξανά και ξανά, από το θρυλικό, πια, «Περί μέθης» μέχρι το «Ζώντες και τεθνεώτες», τη μέγιστη συμβολή του στον πόνο της απώλειας.
Και από την εκπληκτική -από κάθε άποψη- μελέτη του για τον Ντοστογιέφσκι μέχρι το σπαρακτικό «Γεια σου Ασημάκη», μια πυκνή, ευφυή προσωπογραφία του φίλου του κινηματογραφιστή, κριτικού και συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου και ταυτοχρόνως μια τοιχογραφία της μεταπολιτευτικής κοινωνίας των μπαρ, του στοχασμού, των εργένηδων, της παρέας.
Ο ίδιος είχε απόλυτη επίγνωση της ιδιαιτερότητάς του ως δοκιμιογράφου. «Γιατί το δοκίμιο να μην μιλάει για πάθη, πτοημένους ψυχισμούς και τα παρόμοια;», λέει, προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Μόνο σπουδάζοντας το κακό μπορεί να ανατείλει μέσα σου η καλοσύνη. Καλός γίνεται κανείς- δεν γεννιέται. Αν είσαι άγγελος εκ γενετής, δεν είσαι τίποτα». Aλλωστε και εκείνος ξεκίνησε «ορθόδοξα» την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, προτού καταλήξει να γράφει βιβλία που συνδυάζουν μοναδικά τη μόρφωση, το βίωμα και την οξεία παρατήρηση- αυτήν που του προικοδότησε η χρόνια σπουδή του στα στασίδια των καφενείων και των μπαρ με παρέες. Φοιτητής φιλοσοφίας στο Παρίσι, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δύο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε «όταν διάβασα το βιβλίο για τον Χάιντεγκερ και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω». Και μετανόησε! Κάπως έτσι, ανακαλώντας τη ρήση του Χέγκελ ότι «η τέχνη είναι η ζωή από την καλή, ενώ η φιλοσοφία είναι η ζωή από την ανάποδη», θα ζήσει από την ανάποδη πολύ πριν τα πάθη του, τα ξενύχτια και τα ατέλειωτα μεθύσια θα γίνονταν η βασανισμένη πρώτη ύλη που θα εξισορροπούσε -στα κείμενά του- την θαυμαστή θεωρητική κατάρτιση. Ωσπου, κοντά στα σαράντα του θα φτάσει ένα βήμα πριν τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν.
Ο Παπαγιώργης κέρδισε τότε τη μάχη για τη ζωή και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο των τελευταίων πενήντα χρόνων. Πάντως, η συγγραφική γοητεία του έγκειται όχι μόνο στην ιδιάζουσα θεματική του, αλλά κυρίως στον τρόπο που τη διαπραγματεύεται. Το ύφος των κειμένων του ξαφνιάζει ευχάριστα, με μια γλώσσα που έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα.
Οσον αφορά τη θεματική, αυτή επικεντρώνεται -όπως είπαμε- κυρίως στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Δεν πίστεψα ποτέ στην ακέραια προσωπικότητα, στα ειλικρινή αισθήματα, στους ντόμπρους χαρακτήρες. Κάθε συμπεριφορά είναι για μένα θέατρο που πρέπει να ανακαλύψω τους κρυφούς του μηχανισμούς» εξηγεί. Υπό αυτήν την έννοια, δεν προκαλεί έκπληξη ότι στα δοκίμιά του -που είναι τα πυρετικά χρονικά ενός οξυδερκούς μυαλού- εστιάζει στα πάθη, τις φιλίες, τη ζηλοτυπία, τη μνησικακία, τη συμπάθεια, το γέλιο, τα μίση, την επίγνωση της ματαιότητας και το φάσμα της απώλειας.
Στην ουσία, βυθοσκοπεί το κακό. Οπως έχει ισχυρισθεί ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα, για αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της». Σε κάθε περίπτωση, ο Παπαγιώργης αντιμετωπίζει τις γνήσια αρνητικές καταστάσεις που σταθερά επιλέγει για θέμα του, σαν κράμα λογοτεχνίας και σκέψης, ενώ το δοκίμιο δεν τον ενδιαφέρει παρά μόνο ως ψυχική έκφραση του διαλυμένου εγώ.
Ακολούθως, τα φαινομενικά μειονεκτήματά του είναι και τα σημαντικά πλεονεκτήματά του: δεν υπάρχει η πρόφαση της συστηματοποίησης, αφού δεν υπάρχει η πρόθεση να συμμαζέψει ό,τι δεν συμμαζεύεται. Η σκέψη του, ωστόσο, που αναδεικνύεται από την εμπειρία, την καθημερινή περιπτωσιολογία, βρίθει στέρεων επιχειρημάτων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με περίτεχνη ευρηματικότητα.
Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στα «Περί συμπάθειας», «Περί μνήμης», στο «Ιμερος και κλινοπάλη» όπου μίλησε για τα πάθη του έρωτα και, βέβαια, στο αριστουργηματικό «Περί μέθης», στο οποίο ισχυρίζεται ότι το μεθύσι είναι σαν τη θάλασσα, άλλοι την ταξιδεύουν και την κολυμπούν και άλλοι πάνε στα νερά της να πνιγούν.
Ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν ένας μετρ της γραφής, βιωματικός συγγραφέας αλλά και κορυφαίος στυλίστας, ρέκτης της παρατήρησης και με μια μόρφωση που δεν απέκλειε τίποτα και αντλούσε από παντού: τον Χάιντεγκερ, τη λατρεία για το ποδόσφαιρο, τα σκυλάδικα, τα μπαρ των Εξαρχείων- κάτι που φαίνεται περίτρανα και στην παρούσα μεταθανάτια έκδοση με κείμενά του υπό τον τίτλο «Υπεραστικά» (εκδ. Καστανιώτης) τα οποία δημοσίευσε στην ομώνυμη στήλη του, την περίοδο 1995-1997, στην Απογευματινή. Και, όμως, αυτός ο ανορθόδοξος στοχαστής, με τους ακτινωτούς συνειρμούς και τη λοξή σκέψη, διέθετε και έναν αθεράπευτο ρομαντισμό: «Τρέφω την αυταπάτη ότι ένας νέος που θα διαβάσει τα κείμενά μου ίσως να βρει κάποια βοηθήματα για να νοικοκυρέψει καλύτερα το εγώ του» είχε πει. Και αυτή η αμιγώς προσωπική εντιμότητα που συναντάς στα κείμενά του είναι τόσο ουσιώδης που εκτός από απρόσμενα αποκαλυπτική γίνεται και κάτι ακόμα: συγκινητική...
ΗΜΕΡΗΣΙΑ 10-1-2015 Του Γιώργου Βαϊλάκη