Στο νέο, ενδιαφέρον μυθιστόρημά του, «Ο αφανισμός του Νίκου», ο Αύγουστος Κορτώ ακροβατεί ανάμεσα στο δράμα και στην παρωδία του δράματος, μια και ο ήρωάς του, ο Νίκος, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε πάσχον σώμα με ημερομηνία λήξης: δεν είναι απλώς φορέας, αλλά ασθενεί από AIDS. Επιπλέον είναι 30 και κάτι, σε πολύ νεαρή ηλικία για να μπορέσει να αποδεχτεί -αν ποτέ κανείς το αποδέχεται πραγματικά- το επικείμενο τέλος. Οταν μάλιστα ο προαναγγελθείς θάνατος μέλλει να συμβεί σε κάποιον κατά το μάλλον ή ήττον ανέραστο, το τραγικό στοιχείο κορυφώνεται από μόνο του.
Η ιστορία αρχικά ξετυλίγεται στη σημερινή εποχή. Σύντομα μαθαίνουμε ότι η «μοιραία» και μοναδική συνεύρεση του Νίκου ήταν με κάποια πόρνη της οδού Φυλής· κι αυτό παρότι εξαρχής είναι ξεκάθαρο πως ο πρωταγωνιστής θεωρεί εαυτόν γκέι, αλλά δεν έχει τολμήσει ποτέ να εκδηλώσει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Ο αποτροπιασμός του ήρωα για το γυναικείο σώμα εκδηλώνεται μέσω του αφηγητή, ο οποίος ακολουθεί κυρίως την οπτική γωνία του ήρωά του στην προαναφερθείσα συνεύρεση, και είναι τόσο έντονος, που «αναγκάζει» τον αφηγητή να λάβει υπόψη του και την οπτική της πόρνης. Κατά τ' άλλα, ο απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας και ιδιοκτήτης εξαρχειώτικου μπαρ Νίκος προσπαθεί να κάνει ό,τι πιθανώς θα έκαναν και οι περισσότεροι στη θέση του: να εισπράξει στοργή από τους γονείς του, να αντιπαλέψει το θηρίο της ασθένειας με τη βοήθεια ψυχιάτρου, να αναζητήσει λύση από εκπρόσωπο των παραφυσικών φαινομένων.
Η μάγισσα/μέντιουμ, κατά τα ειωθότα Τσιγγάνα, προσφέρει διέξοδο στον ετοιμοθάνατο με μια ελάχιστα πειστική ομιλία περί μεταφοράς σε άλλους χρόνους. Η «μηχανή του χρόνου», λοιπόν, επανεφευρίσκεται στις παρυφές της Αθήνας· ο δε Νίκος επιλέγει να επιστρέψει στην πόλη του το 1970, δηλαδή στην εποχή που η μητέρα του ήταν νεαρή φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνάντησε τον πατέρα του. Προσπαθώντας να ελαφρύνει την τραγικότητα του επικείμενου θανάτου ο συγγραφέας επιλέγει μια λύση που φλερτάρει με το φανταστικό, ταυτόχρονα όμως προσδίδει στα επιγενόμενα μια καρτουνίστικη χροιά. Εξάλλου και ο ήρωας που «μέχρι τώρα πίστευε ότι το παρελθόν ήταν του χεριού του» και «το 'νιωθε σαν κάτι σίγουρο, προβλέψιμο και κατανοητό, σαν μια απλοϊκή πρωτόγονη γλώσσα», διαπιστώνει πως «το παρελθόν είναι ένας άγνωστος κόσμος».
Ωστόσο ο δηλωμένος του στόχος πλέον είναι να αποτρέψει τη γνωριμία των γονιών του και την επικείμενη σύλληψή του και επιχαίρει -με τη σημερινή γνώση- όταν παρέρχεται και η σημαδιακή 11η Σεπτεμβρίου (!) χωρίς να γνωριστούν, άρα υπάρχει ελπίδα να επιτευχθεί ένα «α-Νίκειο» μέλλον. Εν τω μεταξύ θρέφεται συναισθηματικά και στη νέα του ζωή από την καλοσύνη των ξένων, που, στην τωρινή όπως και στην πρότερη κανονική, έχει τη μορφή γυναίκας (μιας πόρνης σε φτηνοξενοδοχείο πίσω από το δημαρχείο, της βοηθού του στο μπαρ).
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μπαινοβγαίνει με άνεση στο κοστούμι του Νίκου και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός στους διαλόγους, όπου άλλα λέει ο Νίκος και άλλα σκέφτεται. Σχολιάζει πτυχές της πόλης πιο επιτυχημένα στη σημερινή εποχή και κάπως λιγότερο στην παλαιότερη, ενώ οι καλλιτεχνικές ανησυχίες και οι σπουδές του ήρωα του δίνουν λαβές για τον σχολιασμό λογοτεχνικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών κ.λπ.
Παράλληλα ο γκέι προσανατολισμός τού ήρωα παρέχει αφορμές για αποτύπωση της γκέι κουλτούρας των αθηναϊκών πάρκων, αυτού του «βιότοπου της αρπαχτής». Αυτές ωστόσο οι παράπλευρες αποτυπώσεις στερούν τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα από μια ουσιωδέστερη εμβάθυνση, και έτσι κατά διαστήματα μπορεί να εκληφθεί ως προσχηματικός· η πιθανότητα διαμόρφωσης του χαρακτήρα και των κλίσεων του ήρωα, εξαιτίας της σταθερής τρυφερής αγάπης (σε γελοιογραφικό επίπεδο) μεταξύ των γεννητόρων του, φαντάζει κατασκευασμένη και αβάσιμη.
Εκ προοιμίου ο πρωταγωνιστής/αφηγητής δεν μπορεί να αποφύγει τη βιολογική σύλληψή του - παρότι το επιχειρεί με διάφορες (παράλογες;) ενέργειες. Η εφευρετικότητα είναι ένα από τα πλεονεκτήματα της αφήγησης, αλλά έχει κι αυτή τα όριά της. Ο Νίκος δεν θα νικήσει στην προσπάθειά του να μη γονιμοποιηθεί, θα ηττηθεί στο υπαρξιακό του φλερτάρισμα με την ανυπαρξία. Η γλώσσα του συγγραφέα συχνά δικαιολογείται από τις παραληρηματικές καταστάσεις που βιώνει ο ήρωάς του, ο οποίος συχνά εκφράζεται μειωτικά για τις γυναίκες αλλά και τους γκέι, άλλες φορές όμως δίνει την εντύπωση απλής επίδειξης γνώσεων της αργκό.
Βέβηλα μάλιστα κάποιες φορές ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή, ενώ συγχρόνως σπεύδει να δηλώσει την παρουσία του: «Ομως απόψε ένας ξένος βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος, μ' ένα σκοτάδι στην καρδιά και στα μάτια του βαρύτερο απ' αυτό που τον ζώνει - μια πελώρια μαύρη θυμωμένη λαγνεία». Εν τω συνόλω, ένα ενδιαφέρον στοίχημα για την απεικόνιση των τραγικών καταστάσεων που περνά ένας ετοιμοθάνατος, το οποίο πιθανότατα θα κερδιζόταν με κάποια περαιτέρω επεξεργασία.
Από τη Λίλυ Εξαρχοπούλου 18 Σεπτεμβρίου 2009 ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ